Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δὔ ἔτεσιν

См. также в других словарях:

  • ἔτεσιν — ἔτος year neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • PRAXIDICE — nympha ex Tremilo filium habuit Cragum, qui Lyciae monti nomen dedit, Steph. Suidas in Πραξιδίκη: Διονύσιος δε, εν κτίσεσιν, Ω᾿᾿γόγου ῾φησἲ θυγατέρες. Α᾿λαλκομενίαν, Θελξίνειαν, Αὐλίδα, ἃςὕςτερον Πραξιδίκας ὠνομαςθῆναι. Earum aedem et iusiurandum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξαναπληρώ — ἐξαναπληρῶ, όω (Α) 1. αναπληρώνω τελείως, συμπληρώνω («καίτοι πῶς εἰσι δίκαιοι, ταῡτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῡν», Δημοσθ.) 2. παθ. ανανεώνομαι («ἐξαναπληροῡται [ὁ φλοιός] πάλιν σχεδὸν ἐν τρισίν ἔτεσιν», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • κτίση — η (AM κτίσις) [κτίζω] 1. κτίσιμο, ίδρυση, θεμελίωση, ανέγερση («η κτίση τής Ρώμης» η ίδρυση τής Ρώμης ως αφετηρία χρονολόγησης που χρησιμοποιήθηκε από Λατίνους συγγραφείς και απαντά σε επιγραφές και η οποία, κατά την επικρατέστερη εκδοχή,… …   Dictionary of Greek

  • υπεράγω — ΜΑ [ἄγω] μσν. ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.) αρχ. 1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.) 2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»